- νεκρόδειπνο(ν)
- το археол, надгробная плита (с рельефным изображением ужина мёртвых)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεκρόδειπνο — νεκρόδειπνο, το και νεκρόδειπνος, ο 1. το δείπνο που δίνεται μετά την κηδεία. 2. στην αρχαιότητα, επιτύμβια στήλη με ανάγλυφη παράσταση νεκρών που δειπνούν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεκρόδειπνο — το 1. το δείπνο που γίνεται μετά την κηδεία 2. αρχαιολ. αναθηματικό επιτύμβιο ανάγλυφο που απεικονίζει θεούς, ήρωες ή νεκρούς οι οποίοι δειπνούν πλαγιασμένοι μπροστά σε τραπέζι … Dictionary of Greek
Σέρρες — Πόλη (49.380 κάτ., αλλά 50.390 ο δήμος) της Ανατολικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και του ομωνύμου νομού. Διοικητικό και οικονομικό κέντρο του νομού και το μεγαλύτερο μετά την Καβάλα αστικό κέντρο Α της θεσσαλονίκης, πόλη με… … Dictionary of Greek
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek
περίδειπνον — τὸ, Α 1. δείπνο που παρέθεταν στους συγγενείς και στους φίλους τού νεκρού εννιά μέρες μετά την ταφή, κν. νεκρόδειπνο, μακαριά, παρηγοριά 2. φρ. «Ἀρκεσιλάου περίδειπνον» τίτλος έργου τού Τίμωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δεῖπνον (πρβλ. επί δειπνον)] … Dictionary of Greek
περίδειπνο — Στην αρχαιότητα, ονομαζόταν έτσι το δείπνο που δινόταν προς τιμή του νεκρού, στους συγγενείς και φίλους του, εννέα μέρες μετά την ταφή του, στο σπίτι του ή στο σπίτι στενού συγγενή του. Στη διάρκεια του π., που λεγόταν και νεκρόδειπνο ή μακαρία,… … Dictionary of Greek